ἁγνῆς

ἁγνῆς
ἁγνός
pure
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἁγνῆς — Ἁγνή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Φεράτα, Έρκολε — (Ferrata, Πέλιο Ινφεριόρε, Κόμο 1610 – Ρώμη 1686). Ιταλός γλύπτης. Ήταν μαθητής του Τ. Ορσολίνο στη Γένοβα και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου συνεργάστηκε με τους Αλγκάρντι και Μπερνίνι (καθεδρικός ναός του Aγίου Πέτρου κ.ά.). Στο… …   Dictionary of Greek

  • Μπορομίνι — (Borromini, Μπισόνε, Λουγκάνο 1599 – Ρώμη 1667). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού αρχιτέκτονα Φραντσέσκο Καστέλι. Νεαρότατος ακόμα έφτασε στη Ρώμη και εργάστηκε ως λιθοξόος κοντά στον μακρινό συγγενή του Μαντέρνο. Γύρω στο 1628 υιοθέτησε το… …   Dictionary of Greek

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • μειλικτήριος — μειλικτήριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ ἀφ ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Βαλβασόρι, Γκαμπριέλε — (Gabriele Valvassori, Ρώμη 1683 – 1761). Ιταλός αρχιτέκτονας. Το 1720 η οικογένεια Παμφίλι της Ρώμης τον ονόμασε αρχιτέκτονά της και το 1730 του εμπιστεύτηκε τη μελέτη της πρόσοψης του μεγάρου Ντόρια Παμφίλι στην οδό Βία ντελ Κόρσο. Το… …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

  • Κιτς, Τζον — (John Κeats, Λονδίνο 1795 – Ρώμη 1821). Άγγλος ποιητής. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και η σύντομη ζωή του ήταν γεμάτη κακουχίες. Ήταν μόλις 8 ετών όταν πέθανε ο πατέρας του και 14 όταν πέθανε και η μητέρα του από φυματίωση, ασθένεια που… …   Dictionary of Greek

  • Κόνραντ — I (Conrad, Τουλούζ 925 – 993). Βασιλιάς της Βουργουνδίας (937 995), γνωστός ως Κ. ο Ειρηνικός. Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, Ροδόλφου Β’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, καταδιώχθηκαν οι ομάδες των Σαρακηνών και των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”